τρικούβερτος

τρικούβερτος
[трикувэртос] εκ.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τρικούβερτος" в других словарях:

  • τρικούβερτος — η, ο, Ν 1. (για πλοίο) αυτός που έχει τρεις κουβέρτες, τρία καταστρώματα 2. μτφ. ο μεγάλος σε διαστάσεις, σε ποσότητα, σε ένταση, σε δύναμη ή σε ζωηρότητα (α. «καβγάς τρικούβερτος» β. «γλέντι τρικούβερτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κουβέρτα… …   Dictionary of Greek

  • τρικούβερτος — η, ο 1.(για πλοίο), που έχει τρεις κουβέρτες, τρία καταστρώματα: Καράβι τρικούβερτο. 2. σπουδαίος, μεγάλος, έντονος: Γλέντι τρικούβερτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»